Κερατόκωνος

Πρόκειται για πάθηση του κερατοειδούς, κατά την οποία ο κερατοειδής γίνεται πιο λεπτός και το σχήμα του μεταβάλλεται, παίρνοντας μια πιο κωνική μορφή. . Αυτό οδηγεί σε θολή και παραμορφωμένη όραση, προκαλώντας δυσκολίες σε καθημερινές δραστηριότητες όπως η ανάγνωση και η οδήγηση.

Τα ακριβή αίτια του κερατόκωνου δεν είναι πλήρως γνωστά, ωστόσο φαίνεται ότι υπάρχει γενετική προδιάθεση στο 10-20% των περιπτώσεων. Περίπου 1 στα 10 άτομα με κερατόκωνο έχουν κάποιο κοντινό συγγενή που πάσχει από την ίδια κατάσταση. Στις περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει οικογενειακό ιστορικό (80-90%), η εμφάνιση κερατόκωνου συνδέεται συχνά με αλλεργίες στα μάτια και το υπερβολικό τρίψιμο τους. Παρατηρείται πιο συχνά σε άτομα με συστηματικές παθήσεις, όπως το σύνδρομο Down, το σύνδρομο Ehlers-Danlos και το σύνδρομο Marfan.. Ο κερατόκωνος εμφανίζεται συνήθως κατά την εφηβεία ή στα πρώτα χρόνια της ενηλικίωσης, με τα συμπτώματα να επιδεινώνονται σταδιακά για περίπου 10 έως 20 χρόνια. Συχνά επηρεάζει και τα δύο μάτια, αλλά το ένα μάτι συνήθως είναι πιο επιβαρυμένο, οδηγώντας σε διαφορετική όραση ανάμεσα στα δύο μάτια. Τα συμπτώματα μπορεί να διαφέρουν από μάτι σε μάτι και μεταβάλλονται με την πάροδο του χρόνου.

Στα αρχικά στάδια του κερατόκωνου, τα πιο συχνά συμπτώματα περιλαμβάνουν ήπια θόλωση της όρασης και ελαφρώς παραμορφωμένη εικόνα, όπου οι ευθείες γραμμές φαίνονται τεθλασμένες.

Σε προχωρημένο στάδιο, τα συμπτώματα περιλαμβάνουν θόλωση ,παραμορφωμένη όραση, δυσανεξία στους φακούς επαφής ,αυξημένη μυωπία ή αστιγματισμό ,συχνές αλλαγές των βαθμών ,χρόνιοι ερεθισμοί.

Η μετάβαση από τα αρχικά στα προχωρημένα στάδια μπορεί να διακρέσει αρκετά χρόνια,όμως έχουν σημειωθεί και περιπτώσεις που υπάρχει γρήγορη εξέλιξη (λίγους μήνες)

Σε προχωρημένο στάδιο εμφανίζεται οίδημα, πόνος  και απώλεια όρασης.

Για τη διάγνωση του κερατόκωνου απαιτείται  τοπογραφία οφθαλμού μιας και με μία απλή οφθαλμολογική εξέταση ίσως να μην μπορεί να διαγνωσθεί. Στην περίπτωση διάγνωσης κερατόκωνου , απαιτείται τακτική παρακολούθηση προκειμένου να γνωρίζουμε την εξέλιξη του.

Η θεραπεία του κερατόκωνου αντιμετωπίζεται με χρήση γυαλιών , ή ακόμη και φακούς επαφής όπου με τους τελευταίους μπορεί να επιτύχουμε καλύτερη όραση..

Επίσης σε πρώιμο στάδιο μπορεί να αντιμετωπισθεί με επέμβαση διασύνδεσης κολλαγόνου (crosslinking) προκειμένου να σταθεροποιηθεί ο κερατοειδής. Αυτή γίνεται με τοπική αναισθησία του οφθαλμού με τον κερατόκωνο, όμως για να γίνει αυτό, το πάχος του κερατοειδούς πρέπει να είναι τουλάχιστον 400μm.

Μετά την επέμβαση τοποθετείται θεραπευτικός φακός επαφής προκειμένου να επουλωθεί το επιθήλιο, ο οποίος αφαιρείται μετά από λίγες μέρες.

Στην συνέχεια ο οφθαλμίατρος μετράει την όραση και σε περίπτωσης που χρειάζεται διόρθωση , αυτό μπορεί να γίνει με γυαλία οράσεως, ή ακόμη και με κερατοκωνικούς φακούς επαφής που συνήθως επιτυγχάνουμε καλύτερη όραση. ΟΙ φακοί επαφής μπορεί να είναι ημίσκληροι , ή σκληρικοί . Η επιλογή του κατάλληλου φακού επαφής εξαρτάται από την εφαρμογή του επάνω στον κερατοειδή καθώς και από την ποιότητα της όρασης που μπορούμε να πετύχουμε.

Στις περιπτώσεις που το πάχος του κερατοειδούς είναι μικρότερο των 400μm η κατάσταση αντιμετωπίζεται με χρήση φακών επαφής σκληρικής στήριξης όπου αν και με αυτό τον τρόπο δεν μπορούμε να πετύχουμε ικανοποιητική όραση ή η εφαρμοφή του φακού δεν είναι σταθερή τότε θα πρέπει ο ασθενής να προβεί σε μερική ή ολική μεταμόσχευση κερατοειδούς προκειμένου να αποκατασταθεί η όραση.